διηγήσει

διηγήσει
διήγησις
narration
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διηγήσεϊ , διήγησις
narration
fem dat sg (epic)
διήγησις
narration
fem dat sg (attic ionic)
διηγέομαι
set out in detail
fut ind mp 2nd sg
διηγέομαι
set out in detail
fut ind mid 2nd sg
διηγέομαι
set out in detail
futperf ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • ВСЕЛЕНСКИЙ VII СОБОР — (II Никейский).Источники Акты (протоколы деяний) VII Собора сохранились со всеми приложениями в греч. оригинале. Старейшей рукописью греч. актов является Vatic. gr. 836 (XIII в.); рукописи XV XVI вв.: Vind. hist. gr. 29, Vatic. gr. 834, Vatic. gr …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”